αποτροπιασμός

αποτροπιασμός
ο (Α ἀποτροπιασμός)
νεοελλ.
αποστροφή, βδελυγμία
αρχ.
αποτροπή δεινών με εξιλαστήριες θυσίες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀποτροπιασμός — averting by expiatory sacrifice masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποτροπιασμός — ο αποστροφή, σιχαμάρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποτροπιασμοῖς — ἀποτροπιασμός averting by expiatory sacrifice masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπιασμούς — ἀποτροπιασμός averting by expiatory sacrifice masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπιασμῶν — ἀποτροπιασμός averting by expiatory sacrifice masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπιασμῷ — ἀποτροπιασμός averting by expiatory sacrifice masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποτροπιασμόν — ἀποτροπιασμός averting by expiatory sacrifice masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βροτοστυγής — βροτοστυγής, ές (Α) ο μισητός από τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροτός + στύγος «αποτροπιασμός»] …   Dictionary of Greek

  • γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… …   Dictionary of Greek

  • οίκτος — ο (ΑΜ οἶκτος) αίσθημα λύπης για την κατάσταση κάποιου, ευσπλαγχνία, συμπάθεια («δι οὶκτου χεῑρά θ ἱκεσίαν ἔχω», Ευρ.) νεοελλ. περιφρόνηση, αποτροπιασμός αρχ. 1. θρήνος, οδυρμός («τόνδε κλύουσαν οἶκτον», Αισχύλ.) 2. αντικείμενο οίκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. Η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”